- μαρτυρώ
- -άω και -έω (AM μαρτυρῶ, -έω)[μάρτυρας]1. δίνω μαρτυρία για κάτι, πιστοποιώ, βεβαιώνω2. καταθέτω ως μάρτυρας ευμενώς ή δυσμενώς («πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῑς λόγοις τῆς χάριτος», ΚΔ)3. υφίσταμαι βασανιστήρια ή μαρτυρικό θάνατο («πολλοί χριστιανοί μαρτύρησαν για την πίστη τους)4. υποφέρω, ταλαιπωρούμαι («μαρτύρησα μέχρι να τελειώσω την εργασία μου»)νεοελλ.-μσν.1. ομολογώ, παραδέχομαι («όπου βρεθώ ένα δουλευτήν έχεις εμπιστευμένο, όπου σε θέλει μαρτυρά κορμί χαριτωμένο», Ερωτόκρ.)2. αποκαλύπτω, φανερώνω («ο κρατούμενος μετά από πολλά βασανιστήρια μαρτύρησε»)3. καταγγέλλω, καταδίδω («μέ μαρτύρησε στον διευθυντή»)4. (ως τριτοπρόσ.) μαρτυρείται ή μαρτυρούνταιαναφέρεται ρητά κάτι, γίνεται λόγος για κάτι («δεν μαρτυρείται η χρονολογία συγγραφής τού Ερωτόκριτου»)5. (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαρτυρημένος, -η, -ον)α) ξακουστός, ονομαστόςβ) βασανισμένος, ταλαίπωροςμσν.1. επικαλούμαι ως μάρτυρα2. δίνω τίτλο, ανακηρύσσω ή κατονομάζωαρχ.1. αστρολ. βρίσκομαι στη θέα κάποιου2. παθ. μαρτυροῡμαιμού αποδίδεται κάτι ή φημίζομαι για κάτι (α. «μαρτυρεῑταί μοι σοφία», Δίον. Αλ.β. «καλοκαγαθίαν μαρτυρούμενος» Ιώσ.).
Dictionary of Greek. 2013.